- αμφοτέρωσε
- ἀμφοτέρωσε επίρρ. (Α)(για κίνηση προς τόπο) και προς τα δύο μέρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -σε, επιρρ. κατάλ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφοτέρωσε — to both sides indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek